rabiscar - ορισμός. Τι είναι το rabiscar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι rabiscar - ορισμός


Rabiscar      
v. i.
Traçar rabiscos; fazer garatujas.
Escrever ou desenhar mal.
V. t.
Cobrir de rabiscas; escrevinhar: "rabiscar um papel".
(De "rabisca")
v. t.
(Corr. de "rebuscar") Cf. Castilho, "Escav. Poét.", 14.
rabiscar      
(rabisco+ar2) vtd e vint
1 Traçar rabiscos; entreter-se a fazer garatujas: Passava horas a rabiscar folhas de papel. Não desenha nem pinta, mas gosta de rabiscar. vtd
2 Encher de rabiscos: Rabiscou a lousa, ao invés de fazer as contas. vint
3 Escrever muito mal. vint
4 Escrever, desenhar ou pintar coisas sem valor: Gosta de ouvir música, de ler e de escrevinhar ou rabiscar.
(corr de rebuscar) vtd
1 Alteração de rebuscar.
2 Apanhar os grãos ou as espigas que os colhedores deixam atrás de si, ou também as uvas que ficam nas parreiras depois da vindima.
rabisco         
ESBOÇO OU DESENHO REALIZADO AO ACASO.
Doodles; Rabisco; Gatafunho; Doodle
sm (de rabo) Risco tortuoso feito com pena ou lápis; garatuja
sm pl
1 Letras malfeitas.
2 Desenho ou pintura de pouca importância.
sm (der regressiva de rabiscar2) V rebusco.